Η 28η
Οκτωβρίου του 1940 και το ΟΧΙ του ελληνικού λαού απέναντι στο φασισμό και το
ναζισμό είναι μια από τις σημαντικότερες σελίδες στην ιστορία της χώρας μας∙
την ίδια στιγμή, αποτελεί και μια σπουδαία στιγμή στον αγώνα που έδωσαν οι λαοί
της Ευρώπης για να απαλλαγούν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις μαζικές πολιτικές
δολοφονίες, τις ρατσιστικές φρικαλεότητες, τη βαρβαρότητα, τον τρόμο και τον
πόλεμο. Σήμερα, 72 χρόνια μετά, η χώρα μας –όπως και ολόκληρη η Ευρώπη–
βρίσκεται αντιμέτωπη με την αναβίωση του φασισμού και του ναζισμού. Η
επικαιρότητα λοιπόν της επετείου του αντιφασιστικού ΟΧΙ είναι περισσότερο από προφανής.
Στις μέρες μας, και καθώς η άνοδος των νοσταλγών του Μουσολίνι και του Χίτλερ αποτελεί
μείζον σήμα κινδύνου για τη δημοκρατία και τον πολιτισμό που οικοδομήθηκε στην
Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αναζωογόνηση της αντιφασιστικής μνήμης είναι
χρέος κάθε δημοκρατικού πολίτη, κάθε δημοκρατικής πολιτικής δύναμης.
Χρειάζεται
να επισημάνουμε τι προηγήθηκε του ΟΧΙ. Η ταχύτατη επικράτηση του φασισμού στην
Ιταλία και η παράδοση της εξουσίας στο Χίτλερ από τις ηγετικές δυνάμεις της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία, παρά τις επιμέρους διαφορές, είχαν μία κοινή
αφετηρία (τον κατακερματισμό των δημοκρατικών δυνάμεων και τη συντριβή των
συνδικάτων και της Αριστεράς), έναν κοινό στόχο (τη θωράκιση της καπιταλιστικής
εξουσίας εν μέσω κρίσης, ακόμα και με τίμημα τη δημοκρατία), και, βέβαια, την
ίδια δραματική κατάληξη. Έναν παγκόσμιο πόλεμο που κόστισε εκατομμύρια
ανθρώπινες ζωές, όχι μόνο στρατιωτών σε αντίπαλους εθνικούς στρατούς, αλλά και
του «εσωτερικού εχθρού»: όσων δηλαδή αντιστάθηκαν μέσα στις χώρες τους στο
φασισμό, όσων θεωρήθηκαν ύποπτοι για
πράξεις αντίστασης ή όσων κρίθηκαν περιττοί και ξένοι με το φασιστικό «όραμα»
του Νέου Ανθρώπου (Εβραίοι, Τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι, άτομα με ειδικές ανάγκες).
Στο απόγειο αυτής της παράλογης λογικής, την ίδια τύχη βρήκαν ακόμα και τα μέλη
του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που πίστεψαν τις «σοσιαλιστικές» διακηρύξεις
του Χίτλερ ή καταδόθηκαν από τους μηχανισμούς του καθεστώτος ως
«αμφιταλαντευόμενοι».
Από
διάφορες απόψεις, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά προδιέγραφε και για την Ελλάδα
μια διαδρομή παρόμοια, σε αρκετά σημεία, με αυτήν της χιτλερικής Γερμανίας ή
της Ιταλίας του Μουσολίνι. Η 4η Αυγούστου του 1936, σύμφωνα με τον ίδιο τον
Μεταξά, αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντικομμουνιστικού κράτους, το οποίο
αντιμετώπισε με αιματηρή καταστολή τους εργατικούς αγώνες της εποχής, χρησιμοποίησε
βασανιστήρια εναντίον των πολιτικών του
αντιπάλων, κατάργησε τις εκλογές και προσπάθησε να υποτάξει την ελληνική
νεολαία, φτιάχνοντας νεανικές οργανώσεις στα πρότυπα των Ιταλών Μελανοχιτώνων.
Σύμφωνα με όσα έγραφε ο ίδιος ο Μεταξάς
στο προσωπικό του ημερολόγιο, το δικτατορικό καθεστώς διερευνούσε το
ενδεχόμενο η Ελλάδα να ενταχτεί στον Άξονα Βερολίνου-Ρώμης, που είχε
συγκροτηθεί το 1936. Γεωπολιτικοί υπολογισμοί και ο παραδοσιακός φιλοβρετανικός
προσανατολισμός των ιθυνουσών τάξεων της χώρας μας ανάγκασαν τελικά τον
δικτάτορα να αντιστοιχηθεί με το λαϊκό αίσθημα και να απορρίψει το τελεσίγραφο
της φασιστικής Ιταλίας στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Με την
εισβολή στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1940, η φασιστική Ιταλία επεδίωκε τη
μετατροπή των λιμανιών και του εναέριου χώρου σε διόδους για τον ανεφοδιασμό
του ιταλικού στρατού και τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική. Η δυσαρέσκεια των
Βρετανών για τα σχέδια αυτά είχε διαρρήξει νωρίτερα τις ιταλοβρετανικές
σχέσεις, επισπεύδοντας τη συγκρότηση του Άξονα. Τα επεκτατικά αυτά σχέδια προσέκρουσαν,
λοιπόν, στην ελληνική Αντίσταση, η οποία ανέκοπτε τον εγγενή επεκτατισμό του φασισμού. Από
μια ακόμα άποψη, ο φασισμός δεν είχε να κάνει με την αφοσίωση στην πατρίδα, αλλά με ένα
ολοκληρωτικό «όραμα», ανείπωτα αυταρχικό στο εσωτερικό και ιμπεριαλιστικό σε
διεθνές επίπεδο.
Μολονότι
ο ελληνικός στρατός βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στην ιταλική επίθεση, μπόρεσε να την αντιμετωπίσει με μεγάλη
επιτυχία, πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες. Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, ο κατά
τα άλλα «θαυμαστής» της Ελλάδας Αδόλφος Χίτλερ θα παρενέβαινε για να
αποκαταστήσει το τρωθέν γόητρο του Άξονα. Ο λιμός του χειμώνα του ’41-’42, η καταστροφή
χωριών σε όλη την Ελλάδα ως «αντίποινα» σε πράξεις αντίστασης, η εξολόθρευση
των ελλήνων Εβραίων και ο εκτοπισμός χιλιάδων στα ναζιστικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης, οι εκτελέσεις ο τρόμος, αλλά και η συγκρότηση ένοπλων δωσιλογικών
σχηματισμών «για την εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», είναι το αποτρόπαιο
ίχνος της εισβολής των ναζί στη χώρα μας. Κληρονόμοι τέτοιων δωσιλογικών σχηματισμών,
όπως τα Τάγματα Ασφαλείας («εθνικοφρόνων» παραστρατιωτικών σωμάτων, που την
εποχή εκείνη έδιναν όρκο στο Χίτλερ, και γα το λόγο αυτό καταμετρώνταν στις
απώλειες των κατακτητών), είναι οι νεοχιτλερικοί της Χρυσής Αυγής. Για όποιον είχε
επιφυλάξεις επ’ αυτού, ο αρχηγός της οργάνωσης, Νίκος Μιχαλολιάκος φρόντισε να
διαλύσει κάθε αμφιβολία. Προχθές μόλις, μιλώντας στο φεστιβάλ της νεολαίας της
Χρυσής Αυγής, δεν δίστασε να χαιρετίσει ναζιστικά (και η εικόνα μεταδόθηκε στο
πανελλήνιο από την τηλεόραση) ούτε αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό «ναζιστές».
Η
διαφύλαξη της μνήμης τόσο της Κατοχής όσο και της Αντίστασης, η τοποθέτηση της
πρωτόγνωρης αντιφασιστικής και αντιναζιστικής λαϊκής κινητοποίησης στο
επίκεντρο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, αποτελεί σήμερα κρίσιμο πολιτικό
διακύβευμα. Αφενός, γιατί οι επίγονοι της φασιστικής και ναζιστικής θηριωδίας
εμπεδώνουν στις μέρες μας διά της βίας μια νέα μορφή εξουσίας, ασκώντας
τρομοκρατία, στοχοποιώντας μετανάστες και «αντιφρονούντες», προβαίνοντας σε
εγκληματικές ενέργειες και προπαγανδίζοντας έναν σωβινιστικό εθνικισμό. Και,
αφετέρου, γιατί η περίφημη θεωρία της εξίσωσης των δύο «άκρων», που στοχεύει
στην αποδυνάμωση της Αριστεράς, ταυτίζει τους ιστορικούς κληρονόμους της Αντίστασης
στο φασισμό με τους διεκδικητές του «κλέους» της Βέρμαχτ. Με τον τρόπο αυτό,
αποδυναμώνεται εκ των προτέρων μια ευρεία αντιφασιστική συμμαχία που σήμερα
είναι ζωτικά αναγκαία, σχετικοποιείται η φασιστική απειλή, ο νεοφασισμός αποστιγματίζεται
και το θεμέλιο της μεταπολεμικής Ευρώπης, η μνήμη της νίκης επί του φασισμού,
απεμπολείται.
Για
όλους αυτούς τους λόγους, ο αντιφασισμός του 1940 προσλαμβάνει στις μέρες μας
μια επικαιρότητα που μέχρι πρότινος ίσως κανείς να μη φανταζόταν. Σήμερα, και
όχι μόνο διότι ο νεοναζισμός παρουσιάζει μια ανησυχητική δυναμική, αλλά και
γιατί την ίδια στιγμή η δημοκρατία
οργανώνει τον εγκλεισμό μεταναστών σε στρατόπεδα, ανέχεται τα βασανιστήρια σε
βάρος αντιφασιστών, και αφήνει ατιμώρητη την ακραία αστυνομική και ρατσιστική
βία, η υπεράσπιση της μνήμης αυτής και η επανενεργοποίησή της συνιστούν ηθικό
και πολιτικό καθήκον. Σε διαφορετική περίπτωση, το σενάριο της επικράτησης του
ναζιστικού ολοκληρωτισμού, που απειλεί το κεκτημένο της πολιτισμένης
ανθρωπότητας από τον Διαφωτισμό μέχρι τις μέρες μας, κινδυνεύει να γίνει κάτι
περισσότερο από ύλη πολιτικών μυθιστορημάτων: μια δυστοπία με σάρκα και οστά,
μια κοινωνία όπου η φτώχεια και η βία θα εμπεδώνουν στο κοινωνικό σώμα τη
βαρβαρότητα.
Το κείμενο έγραψε ο Δημοσθένης
Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, αρχισυντάτης του RedNotebook