Αναδημοσίευση άρθρου του Γιάννη Τόλιου.
Η «καταστροφολογική» επίθεση των κυρίαρχων δυνάμεων του αστικού συστήματος και της «τρόϊκας», με στόχο την ανακοπή της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει επαναληπτικών εκλογών, παίρνει διάφορες μορφές. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι οικονομικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση και μεταξύ αυτών για την «εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση» των τραπεζών, την επιστροφή στο δημόσιο έλεγχο των ΔΕΚΟ που έχουν μερικά ή ολικά ιδιωτικοποιηθεί, τη διατήρηση ή επιστροφή στον έλεγχο του δημοσίου βασικών για την ανάπτυξη παραγωγικών μονάδων με ριζική αλλαγή των όρων, κριτηρίων και τρόπου λειτουργίας τους με δημοκρατικό, κοινωνικό και εργατικό έλεγχο», κά. Η αιχμή αμφισβήτησης της ρεαλιστικότητας της πρότασης επικεντρώνεται κυρίως στο που θα βρούμε τα λεφτά της επαναγοράς τους. «Θα πούμε» λένε «στην Ντόϊτσε Τέλεκομ φέρτε πίσω τον ΟΤΕ χωρίς αποζημίωση»; κά.
Κατ' αρχήν ας δούμε τη λογική της αναγκαιότητας και δυνατότητας δημόσιου ελέγχου του ΟΤΕ στη σχετική αυτοτέλεια τους. Η επιλογή τμηματικής ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, περιόρισε τη συμμετοχή του δημοσίου μόλις στο 6%, ενώ η γερμανική εταιρία διαθέτει σήμερα πάνω από το 40% ελέγχοντας παράλληλα και τις υπόλοιπες θυγατρικές του. Η πώληση του ΟΤΕ, όπως και άλλων κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και τραπεζών, δεν έλυσε κανένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας (πχ. ελλείμματα, χρέος, ανεργία, κλπ), ενώ από την άλλη στέρησε μια μόνιμη πηγή κερδών και εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ταυτόχρονα ακρίβηνε τις τιμές των παρεχομένων υπηρεσιών στους καταναλωτές και αποδυνάμωσε του μοχλούς ρύθμισης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ας θυμηθούμε τις κούφιες «δεσμεύσεις» αλλά και ομολογίες του Γ.Παπανδρέου στις εκλογές του 2009 που «κατακεραυνώνοντας» δήθεν τη ΝΔ για την πολιτική της έλεγε ότι «δεν σκοτώνουμε την κότα που κάνει χρυσά αυγά» (κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις).! Τελικά σκότωσε και την «κότα» και τη χώρα ολόκληρη.
Στην πράξη αποδείχτηκε ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ιδιωτικοποίησης κερδοφόρων επιχειρήσεων είναι πολιτική υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην περίπτωση του ΟΤΕ υπέρ της γερμανικής «Ντόϊτσε Τέλεκομ» και παραπέρα της Ζήμενς (βασικού προμηθευτή του ΟΤΕ). Ταυτόχρονα ένας ευαίσθητος τομέας από οικονομική, κοινωνική και αμυντική άποψη (τηλεπικοινωνίες) παραδόθηκε στον έλεγχο του πολυεθνικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια η επαναφορά της στρατηγικής αυτής επιχείρησης στο δημόσιο έλεγχο, είναι μια κρίσιμη επιλογή, όπως και όλων γενικά των ΔΕΚΟ, ιδιαίτερα στους τομείς της κοινής ωφέλειας.
Ερχόμαστε λοιπόν στο ερώτημα εάν διαθέτουμε τους αναγκαίους πόρους για εξαγορά τους και ειδικότερα του ΟΤΕ. Κατ' αρχήν η εθνικοποίηση μιας επιχείρησης δεν σημαίνει απαραίτητα «εξαγορά» διότι μπορεί να γίνει κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση. Ωστόσο ας πούμε ότι για λόγους τακτικής (πολιτικής σκοπιμότητας) χρειαστεί να πληρώσουμε το τίμημα της πραγματικής αξίας ώστε να αποκτήσουμε τον έλεγχο τουλάχιστον της πλειοψηφίας των μετοχών και φυσικά το «μάνατζεμεντ». Πόσο είναι το ποσό αυτό; Σύμφωνα με στοιχεία του ΧΑΑ (18.5.12) , η ονομαστική αξία των μετοχών του ΟΤΕ ανέρχονταν σε 1.171 εκατ. € (490.150.389 μετοχές Χ 2,39 €), ενώ η χρηματιστηριακή του αξία ήταν 725 εκατ.€.!! Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος διέθετε 300-350 εκατ.€ μπορούσε να πάρει την πλειοψηφία των μετοχών και τον έλεγχο. Κάτι τέτοιο βεβαίως προϋποθέτει και τη θέληση πώλησης των μετοχών από το βασικό μέτοχο.
Κατά συνέπεια από οικονομική άποψη το ποσό εξαγοράς είναι πολύ μικρό. Θάλεγα μάλιστα ότι αποτελεί ευκαιρία, τώρα που το Χρηματιστήριο είναι «στα κάτω του», να αγοραστούν οι μετοχές και να τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο η επιχείρηση. Ειδικότερα θα αρκούσε ένα πολύ μικρό ποσό (μόλις 2%) από τα κονδύλια ανακεφαλαιοποίησης (στήριξης) των τραπεζών για την εξαγορά του. Επίσης οι τράπεζες αντί για συνεχή πακέτα στήριξης που καταλήγουν στον «καιάδα», λογικό και αναγκαίο είναι η ανακεφαλαιοποίηση να συνδυαστεί με πλήρη εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση, διασφαλίζοντας τις λαϊκές αποταμιεύσεις και χρηματοδοτώντας από την άλλη παραγωγικές επενδύσεις, προγράμματα στέγασης, κά. Άρα η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου του ΟΤΕ και όλων των ΔΕΚΟ μαζί και τω τραπεζών, είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης, δηλαδή απόφαση μιας κυβέρνησης που εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα.
Όμως οι «μνημονιακές» δυνάμεις πρώτα απ' όλα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αντί για τέτοια πολιτική, προωθούν με το νέο Μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση την πολιτική «δήμευσης» του ελληνικού λαού, που έχει ως βασικούς άξονες, πρώτον, την καταλήστευση μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών και επιστροφή εργασιακών σχέσεων στις αρχές του 1900 (!) και δεύτερον το ξεπούλημα (ιδιωτικοποίηση) όλων.....των ΔΕΚΟ και των καλύτερων «φιλέτων» της δημόσιας περιουσίας. Πρόκειται στην κυριολεξία για «πολιτικό έγκλημα», προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των τραπεζιτών και των τοκογλύφων.!
Κατά συνέπεια η ανατροπή του Μνημονίου, είναι όρος για τη σωτηρία του ελληνικού λαού από τις διαδικασίες φτωχοποίησης και εξανδραποδισμού του, καθώς και αφετηρία ανακοπής της παραγωγικής παρακμής, εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, εκατοντάδων χιλιάδων «λουκέτων», κλπ και έναρξη της διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η δημιουργία κυβέρνησης των ριζοσπατικών-αριστερών δυνάμεων με πυρήνα τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική και ελπιδοφόρα προοπτική για την ελληνική κοινωνία, πρώτα απ' όλα για τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα και τη νέα γενιά. Γιαυτό και αξίζει άμεσα η μέγιστη ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων για την προώθηση του στόχου.
*Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ των οικονομικών επιστημών και υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθήνας